Προσφάτως, ο αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας των Εφοριακών προέβη σε μία πολύ σοβαρή καταγγελία, στην οποία ωστόσο δε δόθηκε η δέουσα σημασία από τα ΜΜΕ, σκοπίμως ή αμελώς.
Συγκεκριμένα, κατήγγειλε ότι το τερατούργημα που αποκαλείται ΕΝΦΙΑ, καθώς και πολλά άλλα νομοσχέδια ήλθαν έτοιμα, συντεταγμένα στην αγγλική γλώσσα, και στη χώρα μας απλά μεταφράστηκαν, χωρίς καμία άλλη επεξεργασία, στη συνέχεια δε εισήχθησαν προς ψήφιση στη Βουλή για να καταστούν νόμοι του Κράτους.
Το ανησυχητικό, όμως, είναι ότι η συγκεκριμένη καταγγελία μέχρι σήμερα δεν έχει διαψευστεί από επίσημα χείλη της Κυβέρνησης.
Το γεγονός αυτό, περιπλέκει αρκετά τα πράγματα, αναφορικά με το ποιος τελικά φέρει την ευθύνη της «έμπνευσης» και, συνακόλουθα, της «επιβολής» αυτού του κατάπτυστου νόμου που δημεύει εμμέσως την ακίνητη περιουσία των Ελλήνων.
Αν ευθύνονται όντως οι εκπρόσωποι των δανειστών μας, οι οποίοι μας έφεραν τον ΕΝΦΙΑ έτοιμο και υποχρέωσαν την Ελληνική Βουλή να τον ψηφίσει, αυτό συνιστά επί της ουσίας άμεση παραδοχή της στέρησης «νομοθετικής πρωτοβουλίας» και, τελικά, της «εκχώρησης της εθνικής μας κυριαρχίας». Εν τοιαύτη περιπτώσει, τι ρόλο διαδραματίζει η Ελληνική Κυβέρνηση αν οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται και επιβάλλονται από άλλους, άνωθεν και έξωθεν;
Αν τα ανωτέρω δεν ισχύουν, αλλά εμπνευστές αυτού του τερατουργήματος είναι κρατικοδίαιτα, αποκομμένα από την πραγματικότητα, πρόσωπα του Υπ. Οικονομικών, τότε επιβάλλεται να εντοπιστούν, κατονομαστούν και απομακρυνθούν πάραυτα από τις θέσεις τους, ως τουλάχιστον ανεπαρκή, αν όχι επικίνδυνα, που εκθέτουν ανεπανόρθωτα την ίδια την Κυβέρνηση προκαλώντας ταυτόχρονα τη δίκαιη αγανάκτηση των πολιτών.
Εν κατακλείδι, είναι αυτονόητο ότι η αναγνώριση απλά από το Υπ. Οικονομικών και τη Συγκυβέρνηση της «αδικίας» που συντελείται μέσω του ΕΝΦΙΑ και οι καθησυχασμοί περί μελλοντικής διόρθωσής του, σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιούν, ούτε πλέον πείθουν. Η εμμονή στη συνέχιση της παρανομίας, μέσω της διατήρησης του ΕΝΦΙΑ, δημιουργεί διαρκώς νέες στρατιές υπερχρεωμένων πολιτών σε ανυπαίτια αδυναμία καταβολής, ενώ ταυτόχρονα βάλλει και εναντίον της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, αλλά και της υλοποίησης των επενδύσεων που διακαώς επιζητούμε ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης.