Οι Βουλευτές ανεξάρτητα από την συμμετοχή τους σε συγκεκριμένο πολιτικό σχήμα, υπό την σκέπη του οποίου εκλέγονται, δεν παύουν να αντιπροσωπεύουν το έθνος, όπως ρητά το Σύνταγμά μας ορίζει. Για τον λόγο αυτό, διαθέτουν το αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα να εκφράζουν, άνευ περιορισμών, την γνώμη τους και να ψηφίζουν κατά συνείδηση. Ο συνταγματικός νομοθέτης με αυτές τις διατυπώσεις οριοθετεί τα καθήκοντα του Βουλευτή και τον τρόπο άσκησής τους. Παράλληλα, το εκλογικό σώμα δεν ψηφίζει μόνον υπέρ της πολιτικής ιδεολογίας προς την οποία διάκειται φιλικά, αλλά επιλέγει συγχρόνως και τα πρόσωπα (Βουλευτές), τα οποία θα υλοποιήσουν τις προεκλογικές διακηρύξεις του πολιτικού Κόμματος στο οποίο ανήκουν, εφόσον αυτό (Κόμμα) συμμετέχει με οποιαδήποτε πλειοψηφία στο ελληνικό κοινοβούλιο.

 

Εξ άλλου, προεκλογικές δεσμεύσεις των υποψήφιων Βουλευτών, οι οποίες επιτάσσουν, ότι όσοι/ες «βουλευτές εκλέγονται με τα ψηφοδέλτια συγκεκριμένου κόμματος δεσμεύονται πολιτικά και ηθικά ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες» συνιστούν περιορισμό των ορίων, που θέτει το Σύνταγμα για τους Βουλευτές και συνθέτουν μία συνταγματική εκτροπή. Συνακόλουθα, η παραίτηση του εκλεγμένου Βουλευτή και η αναπλήρωση της έδρας από εκείνον τον επιλαχόντα, ο οποίος συμφωνεί με την πολιτική γραμμή συνεπάγεται μία «τεχνητή» κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

 

Συγχρόνως, οι Βουλευτές οφείλουν να λογοδοτούν πρωτίστως στον λαό και δευτερευόντως στο Κόμμα. Η δε μεταβολή της πολιτικής γραμμής δεν υποχρεώνει τους Βουλευτές ενός Κόμματος να ακολουθήσουν την νέα (πόσω μάλλον εκ διαμέτρου) διαφορετική πολιτική βούληση από την αντίστοιχη αρχική, εφόσον δεν συμφωνούν. Άλλωστε, οι ίδιοι έχουν εκλεγεί προκειμένου να υπηρετήσουν τα συμφέροντα όσων συντάσσονται με το αρχικό ιδεολογικό όραμα του Κόμματος.

 

Για την διαφύλαξη, λοιπόν, όχι μόνο της πολυφωνίας αλλά κυρίως του ιδίου του Συντάγματος, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού συστήματος, θα έπρεπε οι διαφωνούντες με την μεταβληθείσα ιδεολογία ή την αλλαγή του πολιτικού προγράμματος Βουλευτές ενός Κόμματος, να παραιτηθούν, όχι από την βουλευτική τους έδρα, αλλά από τον συγκεκριμένο πολιτικό συνδυασμό, προκειμένου, να αποφύγουν τυχόν προεκλογικές δεσμεύσεις τύπου «κομματικής δεοντολογίας». Μόνον η διατήρηση της βουλευτικής τους έδρας, έστω και ως ανεξάρτητων βουλευτών, εγγυάται την πραγματική και όχι την επίπλαστη αντιπροσώπευση των ψηφοφόρων αυτού του Κόμματος.

 

Επομένως, είναι σαφές ότι οι Βουλευτές δεν εκλέγονται ως στελέχη-«υπάλληλοι» Κομμάτων, αλλά ως αντιπρόσωποι του ελληνικού Λαού, για να διαφυλάξουν σ’ αυτή την κρίσιμη ιστορική στιγμή το Σύνταγμα και την Λαϊκή Βούληση.