Τα αίτια του φαινομένου της βίας στους αγωνιστικούς χώρους είναι πολλά και ποικίλα. Τα βασικότερα εξ αυτών είναι η οργανωμένη διαπαιδαγώγηση χούλιγκανς και η σκόπιμη δημιουργία «οπαδικών στρατών». Τούτα ενορχηστρώνονται από φορείς των ίδιων των ομάδων, με την ανοχή και συνενοχή της επίσημης Πολιτείας.

Είναι πλέον σαφές και ξεκάθαρο ότι η ελληνική Πολιτεία δεν επιθυμεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του. Προτιμά να στρουθοκαμηλίζει, αναμασώντας αόριστες διακηρύξεις κα εξαγγελίες ότι δήθεν «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο». Φαίνεται ότι, για τους «ιθύνοντες», οι χούλιγκανς «είναι κι αυτοί μια κάποια λύσις», για να παραφράσουμε τον ποιητή.

Η θέση μας είναι ότι τα πράγματα είναι πολύ απλά: η βία αντιμετωπίζεται μόνο με την δια νόμου απόδοση συγκεκριμένων ευθυνών. Όσο ο ίδιος ο νόμος χαϊδεύει τα αυτιά των ομάδων και των οργανωμένων ή μεμονωμένων οπαδών, όσο η επίσημη Πολιτεία μεταθέτει το πρόβλημα στην Αστυνομία, μετατρέποντας το σε ζήτημα καταστολής, τότε με μαθηματική ακρίβεια τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Κανένας αστυνομικός δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει το ρόλο του Κράτους. Επιτέλους, ας σταματήσουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να αναζητούμε εύκολους «αποδιοπομπαίους τράγους» στον κλάδο της Αστυνομίας.

Η πρότασή μας είναι συγκεκριμένη: ας παραδειγματιστούμε από χώρες-εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις οποίες το ίδιο πρόβλημα εκδηλώθηκε κατά πολύ χειρότερο τρόπο και σε πολύ μεγαλύτερη έκταση, και ωστόσο το αντιμετώπισαν καίρια και αποτελεσματικά. Υπάρχει σαφές υπόδειγμα τόσο νομοθετικού πλαισίου, όσο και μέτρων πρόληψης στην Μεγάλη Βρετανία και στην Ολλανδία.

Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό Κράτος μπορεί και οφείλει να επιφορτίσει τις ίδιες τις ομάδες με την ευθύνη ελέγχου των «συνδέσμων φιλάθλων», αλλά και με την φύλαξη των γηπέδων, απειλώντας και επιβάλλοντας παραδειγματικές ποινές τόσο στα φυσικά πρόσωπα που διαπράττουν τους βανδαλισμούς, όσο – πρωτίστως – στους παράγοντες των ομάδων και στα νομικά πρόσωπα.