Από τη μια πλευρά, οι υπέρμαχοι των παρελάσεων ισχυρίζονται ότι με αυτές τιμώνται οι ήρωες του έθνους, άρα είναι «καλές» και «αναγκαίες», ενώ από την άλλη, οι διαφωνούντες θεωρούν τις παρελάσεις παρωχημένες και δείγματα εθνικισμού, άρα «κακές» και «περιττές».

Από την 28η Οκτωβρίου του 2011 και εξής, έχει ανακύψει ένα νέο δίλημμα: είναι ή δεν είναι δόκιμες οι αντιδράσεις κατά τη διεξαγωγή της παρέλασης; Με άλλα λόγια, δικαιούνται ή δεν δικαιούνται ορισμένοι πολίτες να αποδοκιμάζουν, ενώ παρελαύνουν ενώπιον των επισήμων στρατιώτες ή μαθητές; Ή, ακόμη, είναι ή δεν είναι σωστό να διαμαρτύρονται οι ίδιοι οι παρελαύνοντες;

Κατ’ εμάς, οι παρελάσεις είναι μνημόσυνα. Διεξάγονται σε ένδειξη μνήμης, τιμής και σεβασμού στους νεκρούς, εν προκειμένω τους πεσόντες υπέρ της ελευθερίας της πατρίδας. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο εξής: σε ένα οιοδήποτε μνημόσυνο, ο νεκρός τιμάται από την οικογένεια και τον κύκλο – εν ευρεία εννοία – στον οποίο «ανήκε», ενώ στην παρέλαση τιμώνται νεκροί που δεν «ανήκουν» σε κανέναν. Ούτε σε «εμάς», ούτε στους «άλλους», ούτε βέβαια στους όποιους «πολιτικούς». Οι νεκροί ανήκουν μόνο στην πατρίδα.

Κανένα μνημόσυνο δεν είναι «υποχρεωτικό». Αν δεν συμφωνείς με τον νεκρό, πολύ απλά αδιαφορείς και δεν παρίστασαι στην τελετή. Αν δεν συμφωνείς με τους εμφανιζόμενους ως τιμώντες τον νεκρό, ομοίως απέχεις. Πολύ περισσότερο, όμως, εφόσον τρέφεις αισθήματα αγάπης, σεβασμού και θύμησης για τον νεκρό, σίγουρα δεν ασχημονείς. Γιατί εν τέλει οι αποδοκιμασίες προσβάλλουν τον ίδιο τον νεκρό.

Επομένως, ακόμη και αν θεωρούμε τους «επισήμους στις εξέδρες» ως εν γένει «ανάξιους», όσο και αν πιστεύουμε ότι είναι ντροπιαστικό να εμφανίζονται «αποτυχημένοι πολιτικοί» ως τιμώντες τους ήρωες, με το να τους υβρίζουμε ή – πολύ περισσότερο – με το να βιαιοπραγούμε κατά τη διεξαγωγή μιας τελετής μνήμης, θίγουμε την ιερότητα της θυσίας των πεσόντων.

Δεν πρέπει εξάλλου να λησμονούμε ότι η παρέλαση δεν γίνεται για να τιμηθούν οι όποιοι πολιτικοί ηγέτες του τόπου, αλλά οι νεκροί αγωνιστές. Ο πολίτης που επιλέγει να συμμετάσχει σε ένα μνημόσυνο της θυσίας των πεσόντων του ελληνικού λαού υπέρ της πατρίδας, δεν τιμά και δεν γονατίζει μπροστά σε καμία ηγεσία και σε κανέναν πολιτικό ή κομματικό φορέα – ο οποίος, ούτως ή άλλως, είναι προσωρινός, παροδικός και βραχύβιος συγκριτικά με την ιστορία του τόπου, την αξία της θυσίας και την τιμή που περιβάλλει τους νεκρούς. Ας μη λησμονούμε τον ποιητή: Ετούτος ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.

Ωστόσο, ο επικείμενος εορτασμός της 25ης Μαρτίου χαρακτηρίζεται από ακόμη μία «ιδιαιτερότητα». Για πρώτη φορά στα μεταπολιτευτικά χρόνια τίθεται το ζήτημα της λήψης «προληπτικών μέτρων» εκ μέρους της Πολιτείας, ώστε να «προστατευτεί» η παρέλαση. Εύλογα, λοιπόν, διερωτάται κανείς αν είναι νόμιμος ο αποκλεισμός της πρόσβασης των πολιτών στην παρέλαση, υπό τον φόβο επεισοδίων ή αποδοκιμασιών προς την πολιτική ηγεσία.

Η άποψή μας είναι σαφής. Τέτοιες σκέψεις και, πολύ περισσότερο, τέτοιες πράξεις θίγουν την νομιμότητα και συνιστούν μια άνευ προηγουμένου ιταμή επίθεση στην ίδια την δημοκρατία. Τα «δρακόντεια» μέτρα αποκλεισμού του κέντρου την ημέρα της παρέλασης ταιριάζουν μάλλον σε αστυνομικό κράτος, παρά στην δημοκρατική Ελλάδα που επιθυμούμε. Και τα πολιτικά σχέδια περί επιτρεπόμενης πρόσβασης μόνο συγκεκριμένων προσκεκλημένων και εκπροσώπων του τύπου στον χώρο της παρέλασης είναι απλώς απαράδεκτα.

Είναι καταχρηστικό να αποκλείει ο οποιοσδήποτε τους Έλληνες πολίτες από ένα προσκύνημα τιμής στους πεσόντες του τόπου μας, ορίζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους παρευρισκόμενους. Το σκεπτικό «η ελίτ μπροστά και ο λαός στην γωνία» είναι βαθιά αντιδημοκρατικό. Τέτοιες σκέψεις και πράξεις κάνουν ακόμα πιο έκδηλη την αποξένωση της πολιτικής ηγεσίας από τον Έλληνα πολίτη.