Μετά τον διαβόητο «φράχτη» του κ. Παπουτσή, ο διάδοχός του κ. Χρυσοχοΐδης επιμένει να παραβλέπει την καρδιά του ζητήματος, προετοιμάζοντας μέτρα που είναι καταδικασμένα και να αποτύχουν, και να οξύνουν την ήδη τεταμένη κατάσταση στο εσωτερικό της χειμαζόμενης από την πρωτόγνωρη κρίση ελληνικής κοινωνίας.

Ας μην στρουθοκαμηλίζουμε: το πρόβλημα έγκειται αφενός στον ανεξέλεγκτο αριθμό των μεταναστών που καθημερινά εισρέουν στη χώρα μας από ξηρά και θάλασσα – πολλές φορές με την εγκληματική συνέργεια συμπολιτών μας, για να μην βαυκαλιζόμαστε – αφετέρου στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 343/2003, γνωστό ως «Δουβλίνο ΙΙ», ο οποίος δεσμεύει την Ελλάδα, αλλά εσκεμμένα κανένας επίσημος φορέας δεν αναφέρεται σε αυτόν.

Όλως επιγραμματικά, το «Δουβλίνο ΙΙ» αφορά τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που έχει υποβληθεί σε κράτος-μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας. Ο κανονισμός καταρχήν ορίζει ότι μόνο ένα κράτος-μέλος θα είναι υπεύθυνο για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου. Ακολούθως, προβλέπει αφενός ότι, εάν στον αιτούντα έχει χορηγηθεί ισχύων τίτλος διαμονής ή έγκυρη θεώρηση, υπεύθυνο για την αίτηση ασύλου είναι το κράτος-μέλος που την χορήγησε, αφετέρου ότι, εάν ο αιτών διέβη παράνομα τα σύνορα ενός κράτους-μέλους, αυτό το κράτος-μέλος θα είναι υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση ασύλου. Τέλος, ρητά ορίζεται ότι, εάν ένα κράτος-μέλος θεωρεί υπεύθυνο άλλο κράτος-μέλος για την εξέταση μιας αίτησης ασύλου, μπορεί να απευθύνει προς αυτό αίτημα αναδοχής της αίτησης, το δε υπεύθυνο για την αίτηση ασύλου κράτος-μέλος οφείλει να σεβαστεί ορισμένες υποχρεώσεις, κυρίως την αναδοχή ή εκ νέου ανάληψη του αιτούντος καθώς και την εξέταση της αίτησής του.

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), το 90% των παράνομων μεταναστών που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ως πύλη εισόδου την Ελλάδα. Τούτο το δεδομένο, σε συνδυασμό με τον ανωτέρω κανονισμό, καθιστούν τη χώρα μας ως νόμω υπόχρεη να αναδέχεται την πλημμυρίδα των δυστυχισμένων ανθρώπων από την ασιατική και αφρικανική ήπειρο, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο και μέσο να εισέλθουν στην «πλούσια και ακμάζουσα» Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι οποίοι έχουν σαν προορισμό τους όχι την Ελλάδα, αλλά τις βιομηχανικές χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Πολύ απλά, ακόμη και αν η Ελλάδα τους χορηγήσει νομιμοποιητικά έγγραφα (λ.χ. visa), ώστε να αναχωρήσουν νόμιμα για άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή έστω με οιονδήποτε τρόπο τους αφήσει να διέλθουν παράνομα από τα σύνορά της με κατεύθυνση άλλο κράτος-μέλος, είναι δεσμευτικό, οποτεδήποτε ο οιοσδήποτε παράνομος μετανάστης υποβάλει αίτηση ασύλου σε οιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος, να είναι η χώρα μας αρμόδια για την εξέταση του αιτήματος, και να της «επιστρέφονται» οι παράνομοι μετανάστες.

Με γνώμονα τα ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο για ποιο λόγο κανένα «στρατόπεδο συγκέντρωσης» δεν πρόκειται να βελτιώσει την έκρυθμη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης στη χώρα μας. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τις πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της Ελλάδας την προκειμένη περίοδο, αλλά και την εύλογη «συντηρητική στροφή» των Ελλήνων πολιτών ελέω της οικονομικής ύφεσης και της αυξημένης εγκληματικότητας, γίνεται αντιληπτό ότι δημιουργείται ένα «εκρηκτικό κοκτέιλ». Με άλλα λόγια, ούτε οι κατάλληλες υποδομές για την «φιλοξενία» τόσων χιλιάδων ανθρώπων υπάρχουν – άρα πιθανότατα οι συνθήκες διαβίωσης θα είναι απάνθρωπες – ούτε οι Έλληνες πολίτες θα υποδεχθούν την εν λόγω κίνηση ως «ανακούφιση» της δύσκολης καθημερινότητάς τους.

Το επιμύθιο είναι ότι τέτοια προβλήματα δεν λύνονται με «μπαλώματα». Ακόμη και αν δημιουργηθούν τα εξαγγελλόμενα 30 «κέντρα κράτησης», οι αριθμοί των παράνομα εισερχόμενων είναι τέτοιοι που σε λίγους μήνες θα χρειαστούν και άλλα 100 κ.ο.κ. Το ζήτημα δεν είναι να μετατραπεί η πατρίδα μας σε «χωματερή παράνομων μεταναστών», ή στην καλύτερη περίπτωση, σε «ανθρωποφυλακή». Το παιγνίδι παίζεται αποκλειστικά σε επίπεδο ελληνικών πιέσεων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφενός ως προς την πλήρη και ουσιαστική συνδρομή στη φύλαξη και θωράκιση των ελληνικών συνόρων, ως συνόρων της ίδιας της Ένωσης (εν προκειμένω το παράδειγμα της FRONTEX έχει δώσει κάποια ενθαρρυντικά δείγματα), αφετέρου και πρωτίστως στην ανατροπή του κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ» και την εκ νέου μεταρρύθμιση του καθεστώτος «υποδοχής και διαχείρισης παράνομων μεταναστών» από την Ένωση.